αβερνίκωτος — η, ο [βερνικώνω] 1. αυτός που δεν έχει επιχριστεί με βερνίκι, αλουστράριστος, αγυάλιστος 2. (για πρόσωπα που δεν κρατούν τα προσχήματα) «μούτρα αβερνίκωτα», δηλ. αναιδή, ξετσίπωτα … Dictionary of Greek
μούτρο — το (Μ μοῡτρο και μοῡτρον) συν. στον πληθ. τα μούτρα το πρόσωπο, η όψη τού ανθρώπου, η μορφή, η φάτσα («πλύνε τα μούτρα σου») νεοελλ. 1. μτφ. α) ανήθικος άνθρωπος, κατεργάρης, φαύλος («είναι αυτός ένα μούτρο») β) δύστροπος 2. φρ. α) «με τί μούτρα… … Dictionary of Greek
μυία — (Αστρον.). Διεθνώς Musca με σύμβολο Mus. Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαίριου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Χαμαιλέοντα, του Πτηνού, του Διαβήτη, του Κενταύρου, του Σταυρού του Νότου και της Τρόπιδας. Αποτελείται από 15 αστέρες… … Dictionary of Greek
σιναμωρώ — έω, Α [σινάμωρος] βλάπτω με τρόπο αναιδή ή ασελγή … Dictionary of Greek
στηνιώ — όω, Α [Στήνια] (το απρμφ. αορ.) στηνιῶσαι (κατά τον Ησύχ.) το να είναι κανείς λοίδορος, να ξεστομίζει λόγια αισχρά και αναιδή … Dictionary of Greek
φθέγμα — και φθέγγμα, τὸ, Α [φθέγγομαι] 1. φωνή («μὴ γένοιτο ἑκάστῳ τὸ φθέγμα», Πλάτ.) 2. λαλιά («καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρόνημα καὶ ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο», Σοφ.) 3. λόγος, ομιλία 4. φωνή τών πτηνών 5. μυκηθμός ταύρου 6. μουσικός φθόγγος 7. κελάηδημα … Dictionary of Greek
χαρακτηρίζω — ΝΜΑ [χαρακτήρ, ῆρος] προσδιορίζω τη βασική, ουσιώδη ιδιότητα ενός προσώπου ή πράγματος, η οποία αποτελεί και το διακριτικό του γνώρισμα έναντι τών άλλων (α. «αυτό που τόν χαρακτηρίζει είναι η ειλικρίνεια» β. «μάλιστα δὲ χαρακτηρίζει τὸν… … Dictionary of Greek